- σοφίσματα
- σόφισμαacquired skillneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σοφίσμαθ' — σοφίσματα , σόφισμα acquired skill neut nom/voc/acc pl σοφίσματι , σόφισμα acquired skill neut dat sg σοφίσματε , σόφισμα acquired skill neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοφίσματ' — σοφίσματα , σόφισμα acquired skill neut nom/voc/acc pl σοφίσματι , σόφισμα acquired skill neut dat sg σοφίσματε , σόφισμα acquired skill neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασοφίζομαι — (AM) 1. εξαπατώ 2. ψεύδομαι, νοθεύω 3. παθ. νικιέμαι με σοφίσματα 4. φρ. «κατασοφίζεσθαί τι περί τινων» αποφεύγω με σοφίσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σοφίζομαι «εξαπατώ με σοφίσματα»] … Dictionary of Greek
κατασοφιστεύω — (Α) αγωνίζομαι με σοφίσματα εναντίον κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σοφιστεύω «ομιλώ με σοφίσματα»] … Dictionary of Greek
σοφισματώδης — ῶδες, Α [σόφισμα, ίσματος] (για συλλογισμό) αυτός που έχει πολλά σοφίσματα, γεμάτος με σοφίσματα … Dictionary of Greek
σόφισμα — το, ΝΑ 1. επινόημα, εφεύρημα, ευφυές τέχνασμα (α. «είναι γεμάτος από σοφίσματα» β. «σόφισμα... μηχανᾱσθαι», Ηρόδ.) 2. (λογ.) σκόπιμα εσφαλμένος συλλογισμός ο οποίος, με αφετηρία αληθινές, ή εκλαμβανόμενες ως τέτοιες, προτάσεις, καταλήγει σε… … Dictionary of Greek
Христопулос, Афанасиос — Афанасиос Христопулос Афанасиос Христопулос (греч. Αθανάσιος Χριστόπουλος, Кастория май 1772 года Бухарест 19 января … Википедия
ακατασόφιστος — ἀκατασόφιστος, ον (Α) [κατασοφίζομαι] αυτός που δεν νικιέται με σοφίσματα (Απολλ. Τυαν. 44) … Dictionary of Greek
αποδημαγωγώ — ἀποδημαγωγῶ ( έω) (Α) παραπλανώ με δημαγωγικά σοφίσματα … Dictionary of Greek
ασόφιστος — ἀσόφιστος, η, ον (Α) [σοφίζομαι] αυτός που δεν μπορεί να εξαπατηθεί με σοφίσματα … Dictionary of Greek